- αποκλιτος
- ἀπόκλιτοςἀπό-κλῐτος2склоняющийся к закату
(ἡμέρα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἡμέρα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόκλιτος — ἀπόκλιτος, ον (Α) [αποκλίνω] αυτός που κλίνει προς τη δύση … Dictionary of Greek
ἀποκλίτους — ἀπόκλιτος declining masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)